- οδωτος
- ὁδωτός3досл. удобопроходимый, перен. выполнимый
(ἐμοὴ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐμοὴ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οδωτός — ὁδωτός, ή, όν (Α) [οδώ (II)] 1. διαβατός 2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός … Dictionary of Greek
ὁδωτά — ὁδωτός passable neut nom/voc/acc pl ὁδωτά̱ , ὁδωτός passable fem nom/voc/acc dual ὁδωτά̱ , ὁδωτός passable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδωτή — ὁδωτός passable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)